ἀναμεμιγμένης

ἀναμεμιγμένης
ἀναμίγνυμι
mix up
perf part mp fem gen sg (attic epic ionic)
ἀναμεμῑγμένης , ἀναμίγνυμι
mix up
perf part mp fem gen sg (attic epic ionic)
ἀναμεμῑγμένης , ἀναμίγνυμι
mix up
perf part mp fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπαρουτόσκαγα — τα ποσότητα πυρίτιδας αναμεμιγμένης με σκάγια η οποία χρησιμοποιείται από τους κυνηγούς για το γέμισμα τών όπλων τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαρούτι + σκάγι] …   Dictionary of Greek

  • μυράκοπον — και μυρόκοπον, τὸ (ΑΜ) είδος γλυκού δυναμωτικού φαρμάκου ή είδος αλοιφής αναμεμιγμένης με μύρρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”